μύμαρ

μύμαρ
μῡμαρ, τὸ (Α)
(αιολ. τ.) μῶμαρ*.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. μῶμος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αμύμων — ἀμύνων ( ονος), ον (Α) 1. (αρχικά ως επίθ. επίσημων ή διάσημων προσώπων και ποτέ θεών, αργότερα ως απλό τιμητικό επίθ. χωρίς να υπονοείται ηθική υπεροχή, όπως τα αξιότιμος, εξοχώτατος κ.λπ.) άμεμπτος, άψογος, εξαίρετος, έξοχος 2. (για πράγματα ή… …   Dictionary of Greek

  • Fairyfly — Fairyflies Temporal range: Early Cretaceous to present …   Wikipedia

  • μυμαρίζω — (Α) [μύμαρ] (αιολ. τ.) μωμώμαι* …   Dictionary of Greek

  • μώμαρ — μῶμαρ, τὸ (Α) (ποιητ. τ.) μῶμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για παρλλ. τ. τού μῶμος, πιθ. αρχαϊκό, ενώ κατ άλλη άποψη προήλθε με επίδραση τού μῦμαρ*] …   Dictionary of Greek

  • μώμος — Θεός των αρχαίων Ελλήνων, προσωποποίηση της χλεύης. Λέγεται ότι πέθανε από τη λύπη του, επειδή όσο και αν έψαξε δεν κατάφερε να βρει καμιά ατέλεια στην Αφροδίτη. Ο Μ. κρατούσε ραβδί που η πάνω άκρη του κατέληγε σε κεφάλι γυναίκας. * * * ο (Α… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”